- παχύσωμος
- -η, -οαυτός που έχει παχύ σώμα, ο σωματώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ-* + -σωμος (< σώμα), πρβλ. μεγαλό-σωμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Π. Γ. Καλκανδή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… … Dictionary of Greek
παχυσωμία — η [παχύσωμος] ιατρ. σωματική κατασκευή η οποία χαρακτηρίζεται από παχύ κορμό και φυσιολογικά σε πάχος άνω και κάτω άκρα … Dictionary of Greek
παχύσαρκος — η, ο / παχύσαρκος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει παχιά σάρκα, υπέρμετρη ανάπτυξη τού λιπώδους ιστού, χοντρός, ευτραφής, παχύσωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λεπτό σαρκος] … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
παχύσαρκος — η, ο αυτός που είναι παχύς, ο χοντρός, ο παχύσωμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)